συμβιβαστικῶς

συμβιβαστικῶς
συμβιβαστικός
leading to reconciliation
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συμβιβαστικώς — συμβιβαστικῶς ΝΜΑ επίρρ. βλ. συμβιβαστικός …   Dictionary of Greek

  • συμβιβαστικός — ή, ό / συμβιβαστικός, ή, όν, ΝΜΑ [συμβιβάζω] αυτός που συμβάλλει στον συμβιβασμό, που επιδιώκει να συμβιβάσει τους διαμαχομένους νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που συμβιβάζεται εύκολα, διαλλακτικός 2. (για αφηρημ. έννοιες) ενδοτικός, υποχωρητικός.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”